- Πηληιάδης
- Πηληϊάδης , Πηληϊάδηςson of Peleusmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Πηληιάδα — Πηληϊάδᾱ , Πηληϊάδης son of Peleus masc nom/voc/acc dual Πηληϊάδα , Πηληϊάδης son of Peleus masc voc sg Πηληϊάδᾱ , Πηληϊάδης son of Peleus masc gen sg (doric aeolic) Πηληϊάδα , Πηληϊάδης son of Peleus masc nom sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Пелид — (Πηληίδης, Πηλειδης, Πηληϊάδης) сын Пелея, Ахилл … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона
АХИЛЛЕС АХИЛЛ — •Achilles, Άχιλλεύς, Άχιλεύς, сын Пелея, царя мирмидонов в Фейе, и почитаемой в Фейе нереиды Фетиды, внук Эака (Πηλει̃δης,… … Реальный словарь классических древностей
Ахилл — • Achilles, Άχιλλεύς, Άχιλεύς, сын Пелея, царя мирмидонов в Фейе, и почитаемой в Фейе нереиды Фетиды, внук Эака (Πηλει̃δης, Πηληϊάδης, Πηλείων, Αιακίδης), главный герой Илиады. Гомеровская сага: А., вскормленный своей матерью,… … Реальный словарь классических древностей
Πηλεΐδης — και Πηληϊάδης Α ο καταγόμενος από τον Πηλέα. [ΕΤΥΜΟΛ. < Πηλεύς, έος / ῆος + πατρωνυμική κατάλ. ίδης / ιάδης (πρβλ. Πριαμ ίδης)] … Dictionary of Greek
Πηληιάδαο — Πηληϊάδᾱο , Πηληϊάδης son of Peleus masc gen sg (epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πηληιάδεω — Πηληϊάδεω̆ , Πηληϊάδης son of Peleus masc gen sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πηληιάδην — Πηληϊάδην , Πηληϊάδης son of Peleus masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πηληιάδου — Πηληϊάδου , Πηληϊάδης son of Peleus masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)